- φειδωλός
- -ή, -ό / φειδωλός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, Α1. αυτός που διαθέτει ή καταναλώνει κάτι με σύνεση και μέτρο, οικονόμος2. (κατ' επέκτ.) τσιγκούνης, φιλάργυροςνεοελλ.1. το αρσ. ως ουσ. ο φειδωλόςζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους υμενόπτερων εντόμων2. μτφ. αυτός που παρέχει κάτι με δυσκολία («ο καθηγητής μας είναι πολύ φειδωλός στους επαίνους»)αρχ.1. ευσπλαγχνικός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φειδωλόντσιγκουνιά.επίρρ...φειδωλώς / φειδωλῶς, ΝΜΑ, και φειδωλά Νμε φειδώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ-ομαι + επίθημα -ωλός (πρβλ. ἁμαρτ-ωλός), βλ. και λ. φειδωλή].
Dictionary of Greek. 2013.